μπιζέλι

μπιζέλι
Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ. έχει βλαστό λεπτό, συνήθως αναρριχώμενο, γλαυκοπράσινο, και τα φύλλα του είναι αρτίως πτερωτά, με 1-3 ζεύγη φυλλάρια· αναπτύσσεται σε ύψος, στηριζόμενο με διακλαδιζόμενες έλικες σε υποστηρίγματα, που τοποθετούνται συνήθως από τον γεωργό· οι έλικες βρίσκονται στην άκρη του μίσχου των σύνθετων φύλλων και είναι μεταμορφωμένα φύλλα. Τα άνθη φέρονται ανά 1-3 πάνω σε μασχαλιαίο ποδίσκο· είναι εμφανή, τυπικά ψυχοειδή, και - ανάλογα με την ποικιλία - περισσότερο ή λιγότερο ποικιλμένα με ιώδες. Οι καρποί, χέδρωπες, πράσινοι, προμήκεις, εύθραυστοι, τραγανοί, προέρχονται από ένα καρπόφυλλο που αναδιπλώνεται στο μεσαίο νεύρωμα (ράχη), έτσι ώστε τα άκρα του ενώνονται (γαστρική ραφή)· κατά μήκος αυτών των άκρων και μέσα στον κοίλο, ελαφρά πεπιεσμένο χώρο, που σχηματίζεται με την αναδίπλωση, είναι προσκολλημένα τα σφαιροειδή σπέρματα (μπιζέλια), λεία ή ρικνά, που καταναλώνονται φρέσκα, κονσερβοποιημένα, αποξηραμένα, αλευροποιημένα για σούπες ή ακόμα κατεψυγμένα. Από εμπορική και καλλιεργητική άποψη διακρίνονται πολυάριθμες ποικιλίες, που ξεχωρίζουν ανάλογα με τη μορφή και το μέγεθος του χέδρωπος (λουβί), το μέγεθος, τη μορφή και το χρώμα του σπέρματος, την πρωιμότητα, καθώς και τη γενική διάπλαση του φυτού: νάνου ή αναρριχώμενου. Διακρίνονται επίσης σε ποικιλίες των οποίων εδώδιμο μέρος είναι μόνο τα σπέρματα, χλωρά ή ξηρά (π.χ. ο γνωστός αρακάς), και σε ποικιλίες των οποίων το εδώδιμο μέρος είναι τα σπέρματα μαζί με τον λοβό, ο οποίος είναι ιδιαίτερα τρυφερός, σαρκώδης και με γλυκίζουσα γεύση (π.χ. τα ζαχαρομπίζελα). Εκτός από το κηπευτικό μ., καλλιεργείται και το κτηνοτροφικό, είτε σε αμιγή ή μεικτή με άλλα φυτά λιβαδοκαλλιέργεια για παραγωγή χλωρού χόρτου, είτε για παραγωγή σπερμάτων για αλευροποίηση. Ανθισμένος βλαστός μπιζελιού. Καρποί μπιζελιού (λουβιά) που περιέχουν τα σπέρματα.
* * *
το
ο καρπός τής μπιζελιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. pis-ello, υποκορ. τού λατ. pisum «πίσον < ελλ. πίσον «είδος φυτού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπιζέλι — το (λ. ιταλ.), ο καρπός της μπιζελιάς (Πίσο το εδώδιμο ή το ήμερο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρακάς — ο [άρακος] βοτ. 1. το φυτό πίσον το ήμερον και ο καρπός του, μπιζέλι, αράκι 2. το φυτό λάθυρος ο ήμερος, λαθούρι, φάβα …   Dictionary of Greek

  • ερέβινθος — ο (AM ἐρέβινθος) 1. το φυτό ρεβιθιά 2. ο καρπός τής ρεβιθιάς, το ρεβίθι μσν. (με προσωποποίηση τού ουσ.) Ερέβινθος Ρέβιθος αρχ. μτφ. το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ινθος, πιθ. δάνειο μιας μεσογειακής γλώσσας, και συνδέεται αφ’… …   Dictionary of Greek

  • καγιάνο — το βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας φαβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. cajanus < μαλαϊκό kachang «φασόλι, μπιζέλι»] …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… …   Dictionary of Greek

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… …   Dictionary of Greek

  • μπίζι — και μπίζο το το μπιζέλι …   Dictionary of Greek

  • μπιζελιά — η [μπιζέλι] το φυτό πίσο το ήμερο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”